στο λεξικό PONS
εξέτασ|η <-εις> [ɛˈksɛtasi] SUBST θηλ
1. εξέταση (κάποιας υπόθεσης, ιατρική):
- εξέταση
- Untersuchung θηλ
- εξέταση αίματος
- Blutuntersuchung θηλ
- ιατρική εξέταση
-
- επιτόπια εξέταση
-
- προκαταρκτική εξέταση ΝΟΜ
- Ermittlung θηλ
- προκαταρκτική εξέταση ΝΟΜ
-
3. εξέταση ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ:
ιδιωτισμοί:
- Ιερά Εξέταση
- Inquisition θηλ
- κατ' αντιπαράσταση εξέταση ΝΟΜ
- Kreuzverhör ουδ
εξέταση SUBST
-
- Abiturprüfungen θηλ πλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- εξέταση θηλ ρουτίνας
- εξέταση θηλ ποιότητας
- Qualitätsprüfung θηλ
- εξέταση θηλ δανείου
- Kreditprüfung θηλ
- ιατρική εξέταση
- προκαταρκτική εξέταση ΝΟΜ
- Ermittlung θηλ