Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εκπληρώνω , εκπλέω , εκπλήρωση , εκπέμπω , εκπνέω και έκπληξη

εκπληρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛkpliˈrɔnɔ] VERB μεταβ (καθήκοντα, επιθυμίες, όρους)

εκπλέω <εξέπλευσα> [ɛkˈplɛɔ] VERB αμετάβ

ε|κπνέω <-ξέπνευσα> [ɛkˈpnɛɔ] VERB μεταβ

1. εκπνέω (αφού έχω εισπνεύσει):

2. εκπνέω (προθεσμία):

ε|κπέμπω <-ξέπεμψα> [ɛkˈpɛmbɔ] VERB μεταβ

1. εκπέμπω (θερμότητα):

2. εκπέμπω (ακτίνες):

3. εκπέμπω ΡΑΔΙΟΦ (από σταθμό):

4. εκπέμπω (μυρουδιά):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский