Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για εύκαρπος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άκαρπ|ος <-η, -ο> [ˈakarpɔs] ΕΠΊΘ και μτφ

εύκαμπτ|ος <-η, -ο> [ˈɛfkamptɔs] ΕΠΊΘ και μτφ

γυμνόκαρπ|ος <-η, -ο> [jimˈnɔkarpɔs] ΕΠΊΘ ΒΟΤ

εύκαιρ|ος <-η, -ο> [ˈɛfcɛrɔs] ΕΠΊΘ

ευκάλυπτος [ɛfˈkaliptɔs] SUBST αρσ

ευκαιριακ|ός <-ή, -ό> [ɛfcɛriaˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ευκαιριακός (όταν δίνεται ευκαιρία):

Gelegenheits-

2. ευκαιριακός μειωτ (για συμπεριφορά):

ευκαιρία [ɛfcɛˈria] SUBST θηλ

1. ευκαιρία (περίσταση ευνοϊκή):

Gelegenheit θηλ

2. ευκαιρία (δυνατότητα):

Möglichkeit θηλ

ευκαμψία [ɛfkamˈpsia] SUBST θηλ και μτφ

ευκατάστατ|ος <-η, -ο> [ɛfkaˈtastatɔs] ΕΠΊΘ

ευκαταφρόνητ|ος <-η, -ο> [ɛfkataˈfrɔnitɔs] ΕΠΊΘ

ευκαιρ|ώ <-είς, -ησα> [ɛfcɛˈrɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский