Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: στενοχωρημένος , ενοχλητικός , ηθελημένος και ενόχλημα

στενοχωρημέν|ος [stɛnɔxɔriˈmɛnɔs], στεναχωρημέν|ος [stɛnaxɔriˈmɛnɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

ενοχλητικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɔxlitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ενοχλητικός (που εμποδίζει, που διαταράσσει):

2. ενοχλητικός (δυσάρεστος: ερωτήσεις):

3. ενοχλητικός (άνθρωπος: φορτικός και ανεπιθύμητος):

4. ενοχλητικός (άνθρωπος: που μόνο ενοχλεί, ανεπιθύμητος):

ηθελημέν|ος <-η, -ο> [iθɛliˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский