Ελληνικά » Γερμανικά

θέα [ˈθɛa] SUBST θηλ

1. θέα (εικόνα τοπίου που αντικρίζει κανείς):

θέα
Aussicht θηλ
Panorama ουδ

2. θέα (κοίταγμα):

θέα
Anblick αρσ

θεά [θɛˈa] SUBST θηλ

Göttin θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский