Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για προμηθεύω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . προμηθ|εύω <-εψα, -εύτηκα> [prɔmiˈθɛvɔ] VERB μεταβ

προμηθεύω κάτι σε κάποιον/προμηθεύω κάποιον με κάτι

II . προμηθεύομαι VERB αποθ ρήμα μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με προμηθεύω

προμηθεύω κάτι σε κάποιον/προμηθεύω κάποιον με κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский