Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για κυκλοφορώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κυκλοφορ|ώ <-είς, -ησα> [ciklɔfɔˈrɔ] VERB αμετάβ

1. κυκλοφορώ (προϊόν, χρήμα):

κυκλοφορώ

2. κυκλοφορώ (αίμα):

κυκλοφορώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский