Ελληνικά » Γερμανικά

κυματοδηγός [cimatɔðiˈɣɔs] SUBST αρσ ΗΛΕΚ

ρευματώδ|ης <-ης, -ες> [rɛvmaˈtɔðis] ΕΠΊΘ

αιματώδ|ης <-ης, -ες> [ɛmaˈtɔðis] ΕΠΊΘ

1. αιματώδης:

2. αιματώδης (κόκκινος):

αλματώδ|ης <-ης, -ες> [almaˈtɔðis] ΕΠΊΘ

σωματώδ|ης <-ης, -ες> [sɔmaˈtɔðis] ΕΠΊΘ

κυματοειδ|ής <-ής, -ές> [cimatɔiˈðis] ΕΠΊΘ

πνευματώδ|ης <-ης, -ες> [pnɛvmaˈtɔðis] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский