Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ασθενής , ασμένως και ασθενώ

I . ασθεν|ής <-ής, -ές> [asθɛˈnis] ΕΠΊΘ

1. ασθενής (ανίσχυρος, αδύνατος):

II . ασθεν|ής <-ής, -ές> [asθɛˈnis] SUBST mf (ο άρρωστος σε σχέση προς το γιατρό)

ασθεν|ώ <-είς, -ησα> [asθɛˈnɔ] VERB αμετάβ

1. ασθενώ (πέφτω άρρωστος):

2. ασθενώ (είμαι άρρωστος):

ασμένως [azˈmɛnɔs] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский