Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ελαφρός , ελαφρύς , ελαφράδα , ελαφρώνω , ελατός και ελαφίνα

ελαφρύς

ελαφρύς s. ελαφρός

Βλέπε και: ελαφρός

ελαφρ|ός <-ιά, -ό> [ɛlaˈfrɔs], ελαφρ|ύς [ɛlaˈfris] <-ιά, -ύ>, αλαφρ|ός [alaˈfrɔs] <-ιά, -ό> ΕΠΊΘ

ελαφρ|ός <-ιά, -ό> [ɛlaˈfrɔs], ελαφρ|ύς [ɛlaˈfris] <-ιά, -ύ>, αλαφρ|ός [alaˈfrɔs] <-ιά, -ό> ΕΠΊΘ

I . ελαφρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛlaˈfrɔnɔ] VERB μεταβ

1. ελαφρώνω και μτφ (ανακουφίζω):

2. ελαφρώνω (τιμωρία, πόνο):

II . ελαφρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛlaˈfrɔnɔ] VERB αμετάβ

1. ελαφρώνω (γίνομαι ελαφρότερος):

2. ελαφρώνω (ανακουφίζομαι):

ελαφράδα [ɛlaˈfraða] SUBST θηλ

ελαφίνα [ɛlaˈfina] SUBST θηλ

ελατ|ός <-ή, -ό> [ɛlaˈtɔs] ΕΠΊΘ (μέταλλο)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский