Ελληνικά » Γερμανικά

παππ|ούς <-ούδες> [paˈpus] SUBST αρσ

1. παππούς (πατέρας πατρός ή μητέρας):

Großvater αρσ

2. παππούς (στη γλώσσα των παιδιών):

Opa αρσ

3. παππούς (γενικότερα: γέρος):

alter Mann αρσ

δίπους [ˈðipus] SUBST αρσ (της ερήμου)

παπ|άς <-άδες> [paˈpas] SUBST αρσ

2. παπάς (στα χαρτιά):

König αρσ

πλους <πλου, πλόες> [plus] SUBST αρσ

Fahrt θηλ

παπουτσ|ής <-εις> [papuˈtsis] SUBST αρσ

έκπλ|ους <-ου> [ˈɛkplus] SUBST αρσ

παπόρι

παπόρι s. βαπόρι

Βλέπε και: βαπόρι

πάπας [ˈpapas] SUBST αρσ

Papst αρσ

άπν|ους <-ους, -ουν> [ˈapnus] ΕΠΊΘ και μτφ (νεκρός)

ντους [dus] SUBST ουδ αμετάβλ

παχ|ύς <-ιά, -ύ> [paˈçis] ΕΠΊΘ

1. παχύς (στις διαστάσεις):

2. παχύς (κρέας, λιπαρός):

παπάκι ουδ Η/Υ οικ
At-Zeichen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский