Ελληνικά » Γερμανικά

πωλητής (πωλήτρια) [pɔliˈtis, pɔˈlitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

πωλητής (πωλήτρια)
Verkäufer(in) αρσ (θηλ)
ενδιάμεσος πωλητής
περιοδεύων πωλητής

Παραδειγματικές φράσεις με πωλητής

περιοδεύων πωλητής ΟΙΚΟΝ
ενδιάμεσος πωλητής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский