στο λεξικό PONS
I. κηρύ|σσω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ciˈrisɔ] VERB μεταβ
1. κηρύσσω (διαδηλώνω, επίσης λόγο του Θεού):
2. κηρύσσω ΘΡΗΣΚ:
- κηρύσσω
-
4. κηρύσσω (απεργία):
- κηρύσσω
-
II. κηρύσσομαι VERB αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- κηρογράφος
- κηροζίνη
- κηρομπογιά
- κηροπήγιο
- κηρός
- κηρύσσω
- Κήτος
- Κηφέας
- κηφήνας
- κι
- κιάλια