Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για συνωμοτώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνωμοτ|ώ <-είς, -ησα> [sinɔmɔˈtɔ] VERB αμετάβ

συνωμοτώ κατά +γεν

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский