Ελληνικά » Γερμανικά

οξυγονοκόλλησ|η <-εις> [ɔksiɣɔnɔˈkɔlisi] SUBST θηλ

συγκολλητής [siŋgɔliˈtis] SUBST αρσ

οξυγονούχ|ος <-α, -ο> [ɔksiɣɔˈnuxɔs] ΕΠΊΘ

αφισοκολλητής (αφισοκολλήτρια) [afisɔkɔliˈtis, afisɔkɔˈlitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

παντοκολλητής [pandɔkɔliˈtis] SUBST αρσ

αυτοκόλλητ|ος <-η, -ο> [aftɔˈkɔlitɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский