Ελληνικά » Γερμανικά

αναπόφευκτ|ος <-η, -ο> [anaˈpɔfɛfktɔs] ΕΠΊΘ

αναπόφευκτος

αναπόφευκτος ΕΠΊΘ

Καταχώριση χρήστη
αναπόφευκτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский