Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ψιλοκόβω , ξυλοκοπώ , βολοκοπώ , ξεκόβω , προκόβω , αποκόβω και αβγοκόβω

ψιλοκό|βω <-ψα, -πηκα, -μμένος> [psilɔˈkɔvɔ] VERB μεταβ

ξυλοκοπ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ksilɔkɔˈpɔ] VERB μεταβ

αβγοκό|βω <-ψα, -μμένος> [avɣɔˈkɔvɔ] VERB μεταβ

I . απ|οκόβω <-έκοψα, -οκόπηκα, -οκομμένος> [apɔˈkɔvɔ] VERB μεταβ

1. αποκόβω (αφαιρώ κόβοντας):

2. αποκόβω (απογαλακτίζω):

II . αποκόβομαι VERB αυτοπ ρήμα (από ομάδα ανθρώπων)

προκό|βω <-ψα, -μμένος> [prɔˈkɔvɔ] VERB αμετάβ

2. προκόβω (για φυτά):

I . ξεκό|βω <-ψα, -πηκα, -μμένος> [ksɛˈkɔvɔ] VERB μεταβ

1. ξεκόβω (αποτρέπω, απομακρύνω):

2. ξεκόβω (λέω απερίφραστα):

II . ξεκό|βω <-ψα, -πηκα, -μμένος> [ksɛˈkɔvɔ] VERB αμετάβ

1. ξεκόβω (απομακρύνομαι):

2. ξεκόβω (από κακή συνήθεια):

βολοκοπ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [vɔlɔkɔˈpɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский