Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για διύλιση στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διύλισ|η <-εις> [ðiˈilisi] SUBST θηλ

1. διύλιση (φιλτράρισμα):

διύλιση
Filterung θηλ

2. διύλιση (ζάχαρης, λαδιού):

διύλιση
Raffination θηλ
διύλιση πετρελαίου
Raffinerieerzeugnisse ουδ πλ

3. διύλιση (απόσταξη):

διύλιση
Destillation θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με διύλιση

διύλιση πετρελαίου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский