Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για πυροσβέστης στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πυροσβέστης [pirɔˈzvɛstis] SUBST αρσ

πυροσβέστης
Feuerwehrmann αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский