Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: συμμόρφωση , επιμόρφωση , διαμόρφωση , αναμόρφωση και συμμορφώνω

συμμόρφωσ|η <-εις> [siˈmɔrfɔsi] SUBST θηλ

I . συμμορφώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [simɔrˈfɔnɔ] VERB μεταβ

1. συμμορφώνω (φέρνω σε αρμονία, σε αναλογία):

2. συμμορφώνω (κάνω φρόνιμο):

II . συμμορφώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. συμμορφώνομαι (στις ενέργειές μου):

2. συμμορφώνομαι (συμμαζεύομαι):

αναμόρφωσ|η <-εις> [anaˈmɔrfɔsi] SUBST θηλ

1. αναμόρφωση (πρόσδοση νέας μορφής):

Neugestaltung θηλ

2. αναμόρφωση (μετασχηματισμός):

Reform θηλ

διαμόρφωσ|η <-εις> [ðiaˈmɔrfɔsi] SUBST θηλ

2. διαμόρφωση (διάπλαση, με ορισμένη μορφή):

Formung θηλ

3. διαμόρφωση (με ορισμένο τρόπο):

Gestaltung θηλ

4. διαμόρφωση (χώρου για ορισμένη δουλειά):

Einrichtung θηλ

5. διαμόρφωση ΓΕΝΕΤ:

Morphose θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский