στο λεξικό PONS
ενισχύ|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛnisˈçiɔ] VERB μεταβ
1. ενισχύω (δυναμώνω) ΜΗΧΑΝΙΚΉ:
- ενισχύω
-
2. ενισχύω (υποστηρίζω):
- ενισχύω
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.