Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για θεωρετικός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θεωρητικ|ός <-ή, -ό> [θɛɔritiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ευρετικ|ός <-ή, -ό> [ɛvrɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

εφευρετικ|ός <-ή, -ό> [ɛfɛvrɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αναθεωρητικ|ός <-ή, -ό> [anaθɛɔritiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αναθεωρητικός (που εξετάζει):

Prüfungs-

2. αναθεωρητικός (που τροποποιεί):

Revisions-

αιρετικ|ός <-ή, -ό> [ɛrɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

πυρετικ|ός <-ή, -ό> [pirɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

υπηρετικ|ός <-ή, -ό> [ipirɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

θεωρούμεν|ος <-η, -ο> [θɛɔˈrumɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. θεωρούμενος (γενικά):

2. θεωρούμενος (ένοχος, δολοφόνος):

αφαιρετικ|ός <-ή, -ό> [afɛrɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αναιρετικ|ός <-ή, -ό> [anɛrɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΝΟΜ

διαιρετικ|ός <-ή, -ό> [ðiɛrɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. διαιρετικός:

Teilungs-

2. διαιρετικός ΜΑΘ:

Divisions-

εξαιρετικ|ός <-ή, -ό> [ɛksɛrɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εξαιρετικός (που αποτελεί εξαίρεση, ειδικός):

besondere(r, s)
ein Sonderfall αρσ

2. εξαιρετικός (ασυνήθιστος, αξιοθαύμαστος):

3. εξαιρετικός (άριστος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский