Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εμπίπτω , εκθέτω , κάμπτω , εξάπτω , εκπέμπω , εκπνέω και εκπλέω

εκπλέω <εξέπλευσα> [ɛkˈplɛɔ] VERB αμετάβ

ε|κπνέω <-ξέπνευσα> [ɛkˈpnɛɔ] VERB μεταβ

1. εκπνέω (αφού έχω εισπνεύσει):

2. εκπνέω (προθεσμία):

ε|κπέμπω <-ξέπεμψα> [ɛkˈpɛmbɔ] VERB μεταβ

1. εκπέμπω (θερμότητα):

2. εκπέμπω (ακτίνες):

3. εκπέμπω ΡΑΔΙΟΦ (από σταθμό):

4. εκπέμπω (μυρουδιά):

I . εξ|άπτω <-ήψα, -άφτηκα, -ημμένος> [ɛˈksaptɔ] VERB μεταβ

1. εξάπτω (πόθο, αγάπη):

2. εξάπτω (φαντασία):

3. εξάπτω (περιέργεια):

4. εξάπτω (ενδιαφέρον):

II . εξάπτομαι VERB αυτοπ ρήμα

I . κάμπτω <έκαμψα, κάμφθηκα, κεκαμμένος> [ˈkamptɔ] VERB μεταβ

1. κάμπτω (σωλήνα):

II . κάμπτω <έκαμψα, κάμφθηκα, κεκαμμένος> [ˈkamptɔ] VERB αμετάβ (στρίβω)

III . κάμπτομαι VERB αυτοπ ρήμα (υποχωρώ)

εκθέτω <έκθεσα [ή εξέθεσα], εκτέθηκα, εκθεμένος [ή εκτεθειμένος] > [ɛkˈθɛtɔ] VERB μεταβ

1. εκθέτω (σε έκθεση):

3. εκθέτω (κάνω έκθεση, αφηγούμαι):

4. εκθέτω (εξηγώ, δηλώνω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский