Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για νηστεύω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νηστ|εύω <-εψα> [nisˈtɛvɔ] VERB αμετάβ

νηστεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский