Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για σκύψιμο στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκύψιμο [ˈscipsimɔ] SUBST ουδ

σκύψιμο
Bücken ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский