Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για κελάρι στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κελάρι [cɛˈlari] SUBST ουδ

1. κελάρι (ισόγειο):

κελάρι
Vorratskammer θηλ

2. κελάρι (υπόγειο):

κελάρι
Keller αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский