Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για μοιρολογώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μοιρολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [mirɔlɔˈɣɔ] VERB μεταβ (κάποιον)

μοιρολογώ

II . μοιρολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [mirɔlɔˈɣɔ] VERB αμετάβ

μοιρολογώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский