Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για αποτολμώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποτολμ|ώ <-άς, -ησα> [apɔtɔlˈmɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

αποτολμώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский