Ελληνικά » Γερμανικά

σύμβουλος [ˈsiɱvulɔs] SUBST mf

1. σύμβουλος (συμβουλάτορας):

Ratgeber(in) αρσ (θηλ)

3. σύμβουλος (μέλος συμβουλίου):

Rat αρσ (Rätin) θηλ
Gemeinderat αρσ (Gemeinderätin) θηλ
Stadtrat αρσ (Stadträtin) θηλ

δίβουλ|ος <-η, -ο> [ˈðivulɔs] ΕΠΊΘ

1. δίβουλος (αναποφάσιστος):

2. δίβουλος (δόλιος):

επίβουλ|ος <-η, -ο> [ɛˈpivulɔs] ΕΠΊΘ

αυτόβουλ|ος <-η, -ο> [afˈtɔvulɔs] ΕΠΊΘ

κακόβουλ|ος <-η, -ο> [kaˈkɔvulɔs] ΕΠΊΘ

συμβούλιο [siɱˈvuliɔ] SUBST ουδ

I . συμβουλ|εύω <-εψα, -εύτηκα> [siɱvuˈlɛvɔ] VERB μεταβ

II . συμβουλεύομαι VERB αποθ ρήμα μεταβ

υστερόβουλ|ος <-η, -ο> [istɛˈrɔvulɔs] ΕΠΊΘ

μυστικοσύμβουλος [mistikɔˈsiɱvulɔs] SUBST mf

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский