στο λεξικό PONS
εξυπηρετικ|ός <-ή, -ό> [ɛksipirɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. εξυπηρετικός (χρήσιμος: εργαλείο):
- εξυπηρετικός
-
2. εξυπηρετικός (που βοηθάει):
- εξυπηρετικός
-
3. εξυπηρετικός (άνθρωπος):
- εξυπηρετικός
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- εξυγίανση
- εξυγιαντικός
- εξυλαμίνη
- εξυλικός
- εξύλιο
- εξυπηρετικός
- εξυπηρετώ
- εξυπνάδα
- εξυπνάκιας
- έξυπνος
- εξυφαίνω