στο λεξικό PONS
σύνταξ|η <-εις> [ˈsindaksi] SUBST θηλ
1. σύνταξη (συγγραφή):
- σύνταξη
- Verfassung θηλ
2. σύνταξη (επιχορήγηση):
- σύνταξη
- Rente θηλ
- βασική σύνταξη
- Grundrente θηλ
- κατώτερη σύνταξη
- Mindestrente θηλ
- συμπληρωματική σύνταξη
- Zusatzrente θηλ
-
- Rentenantrag αρσ
-
- Rentenrecht ουδ
-
- Rentengesetz ουδ
-
- Rentensatz αρσ
3. σύνταξη (προσωπικό εφημερίδας κτλ):
- σύνταξη
- Redaktion θηλ
4. σύνταξη ΓΛΩΣΣ:
- σύνταξη
- Syntax θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- σύνταξη θηλ ισολογισμού
- Bilanzierung θηλ
- σύνταξη θηλ γήρατος
- Altersrente θηλ
- σύνταξη θηλ αναπηρίας
- Invalidenrente θηλ
- δημοσιοϋπαλληλική σύνταξη
- Beamtenpension θηλ
- επικουρική σύνταξη
- Zusatzrente θηλ