Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: βοηθός , βένθος , βάθος , βοηθώ , άνηθος και οβολός

βοηθός [vɔiˈθɔs] SUBST mf

1. βοηθός (γενικά):

Gehilfe αρσ (Gehilfin) θηλ
Rechtsanwaltsgehilfe αρσ (-gehilfin) θηλ
Anwaltsgehilfe αρσ (-gehilfin) θηλ
Hilfsrichter(in) αρσ (θηλ)

2. βοηθός (χειρούργου, χημικού κτλ):

Assistent(in) αρσ (θηλ)

οβολός [ɔvɔˈlɔs] SUBST αρσ

άνηθος [ˈaniθɔs] SUBST αρσ, άνηθο [ˈaniθɔ] SUBST ουδ

βένθος [ˈvɛnθɔs] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский