Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αγιόκλημα , λιθοβόλημα , τοιχοκόλλημα , ξεπούλημα και μασούλημα

αγιόκλημα [aˈjɔklima] SUBST ουδ

λιθοβόλημα [liθɔˈvɔlima] SUBST ουδ, λιθοβολισμός [liθɔvɔlizˈmɔs] SUBST αρσ

1. λιθοβόλημα (ρίξιμο πετρών):

Werfen ουδ von Steinen

2. λιθοβόλημα (θανάτωση):

Steinigung θηλ

τοιχοκόλλημα [tixɔˈkɔlima] SUBST ουδ

1. τοιχοκόλλημα (χαρτί, ανακοίνωση):

Anschlag αρσ

2. τοιχοκόλλημα (τοιχοκόλληση):

μασούλισμα [maˈsulizma], μασούλημα [maˈsulima] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский