Ελληνικά » Γερμανικά

βαθούλωμα [vaˈθulɔma] SUBST ουδ

βαθούλωμα
Vertiefung θηλ
βαθούλωμα (από χτύπημα) ουδ
Delle θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский