Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για αναβάλλω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναβ|άλλω <-αλα, -λήθηκα, -λημένος> [anaˈvalɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский