Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για διαγραμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαθλώμεν|ος <-η, -ο> [ðiaˈθlɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

διανοούμεν|ος (-η) [ðianɔˈumɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

διαγωνιζόμεν|ος (-η) [ðiaɣɔniˈzɔmɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

διαβασμέν|ος <-η, -ο> [ðjavazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (άνθρωπος)

διαλεγμέν|ος <-η, -ο> [ðjalɛɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

διακεκριμέν|ος <-η, -ο> [ðiacɛkriˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. διακεκριμένος (θέματα):

2. διακεκριμένος (επιστήμονας, καλλιτέχνης):

διαστρεμμένος

διαστρεμμένος s. διεστραμμένος

Βλέπε και: διεστραμμένος

διεστραμμέν|ος [ðiɛstraˈmɛnɔs], διαστρεμμέν|ος [ðiastrɛˈmɛnɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. διεστραμμένος (νους):

2. διεστραμμένος (σεξουαλικά):

διαζευγμέν|ος <-η, -ο> [ðiazɛvɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

διάγραμμα [ðiˈaɣrama] SUBST ουδ

1. διάγραμμα (σχέδιο: αρχιτεκτονικό κτλ):

Plan αρσ

2. διάγραμμα (παράσταση σε σύστημα συντεταγμένων):

Diagramm ουδ
Kreisdiagramm ουδ
Polardiagramm ουδ
Flussdiagramm ουδ
Krankenblatt ουδ

διαγράμμισ|η <-εις> [ðiaˈɣramisi] SUBST θηλ

1. διαγράμμιση (σχεδιασμός γραμμών):

2. διαγράμμιση (γραμμή):

Linie θηλ

διαγραφή [ðiaɣraˈfi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский