Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για δημοσιογραφικός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δημοσιογραφικ|ός <-ή, -ό> [ðimɔsiɔɣrafiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. δημοσιογραφικός (σχετικός με το δημοσιογράφο):

δημοσιογραφικός

2. δημοσιογραφικός (σχετικός με τον τύπο):

δημοσιογραφικός
Presse-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский