Ελληνικά » Γερμανικά

πρόβλεψ|η <-εις> [ˈprɔvlɛpsi] SUBST θηλ

2. πρόβλεψη (πρόνοια):

Vorsorge θηλ

παρ|αβλέπω <-άβλεψα [ή -έβλεψα] > [paraˈvlɛpɔ] VERB μεταβ

1. παραβλέπω (δεν αντιλαμβάνομαι):

2. παραβλέπω (κλείνω το μάτι):

παραβίασ|η <-εις> [paraˈviasi] SUBST θηλ

1. παραβίαση (πόρτας, παραθύρου):

Aufbrechen ουδ

3. παραβίαση (νόμου):

Übertretung θηλ

4. παραβίαση (κανόνα):

Missachtung θηλ

παραβίωσ|η <-εις> [paraˈviɔsi] SUBST θηλ ΒΙΟΛ

παράβασ|η <-εις> [paˈravasi] SUBST θηλ

3. παράβαση (συμφωνίας, κανόνα):

Missachtung θηλ

4. παράβαση (παράπτωμα):

Vergehen ουδ

παραβολή [paravɔˈli] SUBST θηλ

1. παραβολή (σύγκριση):

Vergleich αρσ

2. παραβολή (αλληγορική διήγηση):

Gleichnis ουδ
Parabel θηλ

3. παραβολή ΓΕΩΜ:

Parabel θηλ

παρ|αβάλλω <-άβαλα [ή -έβαλα], -αβλήθηκα> [paraˈvalɔ] VERB μεταβ

παραβιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [paraviˈazɔ] VERB μεταβ

1. παραβιάζω (πόρτα, παράθυρο):

2. παραβιάζω (όρκο):

3. παραβιάζω (νόμο):

4. παραβιάζω (κανόνα):

παραβάτης (παραβάτισσα) [paraˈvatis, paraˈvatisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

2. παραβάτης (στη γλώσσα της γραφειοκρατίας):

3. παραβάτης (υπόσχεσης):

παρ|αβαίνω <-άβηκα [ή -έβην] > [paraˈvɛnɔ] VERB μεταβ

1. παραβαίνω (λόγο, υπόσχεση, όρκο):

3. παραβαίνω (συμφωνία, κανόνα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский