Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για οκοριός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοριός [kɔˈri̯ɔs] SUBST αρσ (επίσης συσκευή)

I . κύρι|ος <-α, -ο> [ˈciriɔs] ΕΠΊΘ (σημαντικότερος)

ούρι|ος <-α, -ο> [ˈuriɔs] ΕΠΊΘ

Άριος [ˈariɔs] SUBST αρσ

Arier αρσ

άρι|ος <-α, -ο> [ˈariɔs] ΕΠΊΘ

η αρία φυλή ΙΣΤΟΡΊΑ
die arische Rasse θηλ

κριός [kriˈɔs] SUBST αρσ

άγρι|ος <-α, -ο> [ˈaɣriɔs] ΕΠΊΘ

1. άγριος (φυτά, ζώα):

wildes Tier ουδ

2. άγριος (θάλασσα, καιρός, χέρια):

rau

3. άγριος (κρύο):

4. άγριος (ματιά, τιμωρία):

5. άγριος (αντίσταση, καβγάς):

6. άγριος (μίσος):

7. άγριος (ανταγωνισμός):

8. άγριος (κριτική):

9. άγριος (φέρσιμο):

Σύρι|ος (-α) [ˈsiri|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) (της Σύρου)

Σύριος (-α)
Einwohner(in) αρσ (θηλ)
Σύριος (-α)

αίθρι|ος <-α, -ο> [ˈɛθriɔs] ΕΠΊΘ (καιρός, ουρανός)

άστριος [ˈastriɔs] SUBST αρσ

θούριος [ˈθuriɔs] SUBST αρσ

καίρι|ος <-α, -ο> [ˈcɛriɔs] ΕΠΊΘ

1. καίριος (εύθετος):

2. καίριος (σημασία, υπόθεση):

3. καίριος (θανατηφόρος):

μέτρι|ος <-α, -ο> [ˈmɛtriɔs] ΕΠΊΘ

1. μέτριος (βαθμός):

mittlere(r, s)

2. μέτριος (ούτε μεγάλος ούτε μικρός):

3. μέτριος (όχι πολύ καλός):

πλέρι|ος <-α, -ο> [ˈplɛriɔs] ΕΠΊΘ

Κύπρι|ος (-α) [ˈcipri|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Zyprer(in) αρσ (θηλ)

κολιός [kɔˈʎɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский