Ελληνικά » Γερμανικά

οικοδόμος [ikɔˈðɔmɔs] SUBST αρσ

οικοδομή [ikɔðɔˈmi] SUBST θηλ (χτίσιμο, κτήριο)

οικοδομ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ikɔðɔˈmɔ] VERB μεταβ

1. οικοδομώ (χτίζω):

2. οικοδομώ μτφ:

οικονόμος [ikɔˈnɔmɔs] SUBST mf, οικονόμα [ikɔˈnɔma] SUBST θηλ

2. οικονόμος (διαχειριστής):

Verwalter(in) αρσ (θηλ)

οπισθόδομος [ɔpisˈθɔðɔmɔs] SUBST αρσ (αρχαίου ναού)

οικοδομήσιμ|ος <-η, -ο> [ikɔðɔˈmisimɔs] ΕΠΊΘ (έκταση)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский