στο λεξικό PONS
I. εγκα|θιστώ <-θιστάς, -τάστησα, -ταστάθηκα, -ταστημένος> [ɛŋgaθisˈtɔ] VERB μεταβ
1. εγκαθιστώ (σε κατοικία):
- εγκαθιστώ
-
2. εγκαθιστώ (μηχάνημα):
- εγκαθιστώ
-
3. εγκαθιστώ (άτομο: διορίζω):
- εγκαθιστώ
-
II. εγκαθίσταμαι o εγκαθιστώμαι VERB αυτοπ ρήμα
1. εγκαθίσταμαι o εγκαθιστώμαι (σε κάποια πόλη, κάπου για παραθερισμό):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.