Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: διεγείρω , διαφθείρω και διασπείρω

διεγ|είρω <-ειρα, -έθηκα, -ερμένος> [ðiɛˈjirɔ] VERB μεταβ

1. διεγείρω (τονώνω):

2. διεγείρω (εξεγείρω):

δι|ασπείρω <-έσπειρα, -ασπάρθηκα, -ασπαρμένος> [ðiaˈspirɔ] VERB μεταβ

1. διασπείρω (φήμες):

2. διασπείρω μτφ (διχόνοια κτλ):

δι|αφθείρω <-έφθειρα, -αφθάρηκα [ή -αφθάρθηκα], -αφθαρμένος> [ðiaˈfθirɔ] VERB μεταβ

1. διαφθείρω (βλάπτω ηθικά):

2. διαφθείρω (αποπλανώ):

3. διαφθείρω (δωροδοκώ):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский