Ελληνικά » Γερμανικά

βρωμ-

βρωμ- s. βρομ-

βρομιά [vrɔˈmɲa] SUBST θηλ

1. βρομιά (ακαθαρσία):

Dreck αρσ

2. βρομιά μτφ (ανήθικη πράξη):

Schweinerei θηλ

βράγχια [ˈvraɲçia] SUBST ουδ πλ

Kiemen θηλ πλ

βρώμη [ˈvrɔmi], βρόμη [ˈvrɔmi] SUBST θηλ

Hafer αρσ

βραγιά [vraˈja] SUBST θηλ

βραδιά [vraˈðja] SUBST θηλ

βρισιά [vriˈsça] SUBST θηλ

1. βρισιά (προσβολή):

Beleidigung θηλ

2. βρισιά (βλαστήμια):

Fluch αρσ

ερημιά [ɛriˈmɲa] SUBST θηλ

1. ερημιά (τόπος ακατοίκητος):

Einöde θηλ

2. ερημιά (έρημος):

Wüste θηλ

3. ερημιά (μοναξιά):

Einsamkeit θηλ

ηρεμία [irɛˈmia] SUBST θηλ (και ψυχική)

μούμια [ˈmumɲa] SUBST θηλ

μπάμια [ˈbamɲa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский