στο λεξικό PONS
κοινωνικ|ός <-ή, -ό> [cinɔniˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. κοινωνικός (της κοινωνίας: μεταβολές κτλ):
- κοινωνικός
-
2. κοινωνικός (του κράτους πρόνοιας, της ζωής στην κοινωνία) ΨΥΧ:
- κοινωνικός αποκλεισμός
-
- κοινωνικός δείκτης
- Sozialindikator αρσ
- αρχή θηλ του κοινωνικού κράτους
-
- κοινωνικός λειτουργός
- Sozialarbeiter αρσ
- κοινωνικός χάρτης EE
- Sozialcharta θηλ
3. κοινωνικός (που του αρέσουν οι επαφές):
- κοινωνικός
-
κοινωνικός ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.