Ελληνικά » Γερμανικά

απιστία [apisˈtia] SUBST θηλ

1. απιστία (έλλειψη πίστης) ΘΡΗΣΚ:

Unglaube αρσ

2. απιστία (μεταξύ ζεύγους):

Untreue θηλ
Ehebruch αρσ

απιστ|ώ <-είς, -ησα> [apisˈtɔ] VERB αμετάβ

1. απιστώ (δυσπιστώ):

2. απιστώ (παραβαίνω τη συζυγική πίστη):

πίστα [ˈpista] SUBST θηλ

1. πίστα (για χορό):

Tanzfläche θηλ

2. πίστα (για αγώνες δρόμου):

Aschenbahn θηλ

3. πίστα (για αγώνες αυτοκινήτων):

Rennbahn θηλ

4. πίστα ΑΕΡΟ:

Piste θηλ
Rollbahn θηλ

πάστα [ˈpasta] SUBST θηλ

1. πάστα (γλύκισμα):

Tortenstück ουδ

2. πάστα (πολτός):

Paste θηλ

3. πάστα μτφ (ποιόν):

πόστα [ˈpɔsta] SUBST θηλ

1. πόστα (ταχυδρομείο):

Post θηλ

2. πόστα (μίζα):

Einsatz αρσ

3. πόστα (ομάδα εργατών):

Schicht θηλ

άπιστ|ος <-η, -ο> [ˈapistɔs] ΕΠΊΘ

1. άπιστος (δύσπιστος):

2. άπιστος (στο σύζυγο):

τάχιστα [ˈtaçista] ΕΠΊΡΡ

κάκιστα [ˈkacista] ΕΠΊΡΡ

βατίστα [vaˈtista] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский