Ελληνικά » Γερμανικά

φτερό [ftɛˈrɔ] SUBST ουδ

2. φτερό ΑΕΡΟ:

φτερό
Flügel αρσ
βελόμορφο φτερό
Pfeilflügel αρσ
οριζόντιο φτερό
Deltaflügel αρσ
Trapezflügel αρσ

3. φτερό (πούπουλο):

φτερό
Feder θηλ

4. φτερό (αυτοκινήτου):

φτερό
Kotflügel αρσ

5. φτερό (μοτοσυκλέτας, ποδηλάτου):

φτερό
Schutzblech ουδ

6. φτερό (για ξεσκόνισμα):

φτερό
Wedel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με φτερό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский