Ελληνικά » Γερμανικά

μέλος1 [ˈmɛlɔs] SUBST ουδ

1. μέλος (σώματος):

μέλος
Glied ουδ

μέλος2 [ˈmɛlɔs] SUBST ουδ (τραγούδι)

μέλος
Gesang αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский