Ελληνικά » Γερμανικά

θέαμα [ˈθɛama] SUBST ουδ

1. θέαμα (καθετί που βλέπουμε):

θέαμα
Anblick αρσ

2. θέαμα (θεατρική παράσταση):

θέαμα
Darbietung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский