Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για απαντώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απαντ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apanˈdɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

1. απαντώ (συναντώ):

απαντώ κάποιον

2. απαντώ (δίνω απάντηση):

απαντώ
απαντώ σε κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με απαντώ

απαντώ σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский