στο λεξικό PONS
αντιμετωπί|ζω <-σα, -στηκα> [andimɛtɔˈpizɔ] VERB μεταβ
1. αντιμετωπίζω (εχθρό, κίνδυνο):
- αντιμετωπίζω κάτι
-
3. αντιμετωπίζω (συναντώ: δυσκολίες):
- αντιμετωπίζω κάτι
-
- αντιμετωπίζω προβλήματα
-
αντιμετωπίζω VERB
- αντιμετωπίζω (προβλήματα: λύνω, ξεπερνώ)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.